- καλιακούδα
- η галка (птица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλιακούδα — η το πουλί κάργα: Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλιακούδα — Γένος πουλιών της οικογένειας των κορακιδών. Βλ. λ. κόρακας. * * * η βλ. καλοιακούδα … Dictionary of Greek
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
Evritania — Präfektur Evrytania Νομός Ευρυτανίας Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
Evrytania — Präfektur Evrytania Νομός Ευρυτανίας Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
Evrytania (Präfektur) — Präfektur Evrytania Νομός Ευρυτανίας Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
GR-05 — Präfektur Evrytania Νομός Ευρυτανίας Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… … Dictionary of Greek
καλοιακούδα — και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] … Dictionary of Greek